τυφλοπλαστώ

τυφλοπλαστώ
-έω, Α [τυφλοπλάστης]
1. πλάθω κάτι τυφλά («καταφρονητικῶς ἔχειν τῶν ὅσα αἱ κεναὶ δόξαι τυφλοπλαστοῡσι», Φίλ.)
2. παθ. τυφλοπλαστοῡμαι, -έομαι
(για νεογνά αρκούδας) γεννιέμαι τυφλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”